πέρκοψις

πέρκοψις
η, Ν
γένος μικρόσωμων ψαριών τών γλυκών νερών τής Βόρειας Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. percopsis (< πέρκα + όψις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”